Παραδοσιακοί Χοροί από όλη την Ελλάδα και την Κύπρο.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
Χορός είναι η ρυθμική κίνηση ενός ή περισσότερων προσώπων που εκτελείται με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού. Στην αρχαιότητα λεγόταν χορός το και το άσμα των ορχουμένων (το τραγούδι) και αυτή η ομάδα των ορχουμένων (χορευτών). Σύμφωνα με τον Maurice Bejarts ο χορός είναι μια από τις σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες όπου ο άνθρωπος δίνεται ολοκληρωτικά: σώμα, καρδιά και πνεύμα1.
Ως τέτοια δραστηριότητα λοιπόν, εμφανίζεται πολύ νωρίς στις ανθρώπινες κοινωνίες ως μέσο εξωτερίκευσης συναισθημάτων και ως λατρευτική τελετουργία
Η τάση για χορό φαίνεται πως είναι ένστικτη αν αναλογιστούμε ότι μπορεί να εντοπιστεί ακόμα και σε πολλά άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Πολλά πουλιά, ή ζώα για παράδειγμα, εκτελούν –κυρίως κατά την αναζήτηση συντρόφου- διάφορες ρυθμικές κινήσεις μέσα από τις οποίες εξωτερικεύουν τις ανάγκες τους. Αποδεικνύουν με τον τρόπο αυτό – όπως εικάζεται – την καλή τους κατάσταση, η οποία θα επιτρέψει την διαδικασία της σωστής φυσική επιλογής.
Μια τόσο βαθιά ριζωμένη ενστικτώδης αντίδραση, λοιπόν, είναι φυσικό να εξελίχτηκε υπό την επήρεια των διάφορων πολιτισμικών παραγόντων σε ένα πολύ εκλεπτυσμένο φαινόμενο με διαφορετικές εκφάνσεις από λαό σε λαό και από εποχή σε εποχή. Είναι δηλαδή επόμενο να δέχτηκε επιδράσεις τόσο από θρησκείες όσο και από τη γενικότερη αντίληψη περί ηθικής που επικρατούσαν κατά καιρούς.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο χορός, σε συνδυασμό με το αναπόσπαστο κομμάτι τους, το τραγούδι, αποτέλεσε ένα ισχυρό όπλο ενάντια στην αλλοτρίωση και την απώλεια της Εθνικής συνείδησης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τη περίοδο αυτή γεννιούνται και νέα είδη χορών που περιγράφουν ηρωικά κατορθώματα και μεγάλες στιγμές της Ελλάδας, πράγμα που ενίσχυε ακόμη περισσότερο την ηθική αντίσταση των υπόδουλων. Τέτοιοι χοροί είναι ο «Καγκελευτός» στην Χαλκιδική, η «Μακρυνίτσα» στην Νάουσα και ο «Χορός του Ζαλόγγου» στην Ήπειρο.
Οι κλέφτικοι χοροί, εξ άλλου, ήταν στενά συνδεδεμένοι με την στρατιωτική προετοιμασία και την ψυχαγωγία των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων των κλεφταρματολών.4
Mετά την απελευθέρωση και την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, παρατηρείται μια γνήσια παραδοσιακή έκφραση στους χορούς και την μουσική που επηρεάσθηκαν είτε από την ιστορία των περιοχών απ’ όπου προέρχονται είτε από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου.
Η γραφικότητα και η ποικιλία των χορών αυτών, η πλειονότητα των οποίων χαρακτηρίζεται από το ερωτικό κυρίως στοιχείο, συνδυαζόμενη με την γραφικότητα των τοπικών φορεσιών, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ελληνικού πολιτισμού και των διάφορων ομάδων που συνιστούν την Ελληνική ταυτότητα. Αποτελεί την γνήσια συνέχεια των λαϊκών χορών της αρχαιότητας, όπως καταφαίνεται σε πολλούς απ’ αυτούς, από το ρυθμό τους και τις κινήσεις τους. Αδιάψευστοι μάρτυρες γι’ αυτό, είναι οι σχετικές περιγραφές των αρχαίων κειμένων, των ανάγλυφων, των τοιχογραφιών, τα οποία η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε και φέρνει στο φως.
Οι Κύπριοι χόρευαν κυρίως στα «τραπέζια» (γλέντι) του γάμου, στις διάφορες διασκεδάσεις (πανηγύρια, γιορτές), όπως επίσης τα βράδια σε καφενεία, στ' αλώνια ή όπου αλλού μαζεύεται μία παρέα. Η γυναίκα, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, χόρευε λιγότερο (κυρίως στο γάμο). Στην εποχή που εξετάζουμε (περίπου από το 1910 έως τη δεκαετία του 1970), βασικός χορός για τους άντρες και τις γυναίκες είναι ο καρτσιλαμάς (αντικριστός χορός). Ο καρτσιλαμάς αποτελείται από μία σειρά χορούς με μικρές διαφορές από ζευγάρι σε ζευγάρι, από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή. Οι χοροί αυτοί, που στην ουσία αποτελούν φάσεις ενός συνόλου, καθιερώθηκε να αναφέρονται ως καρτσιλαμάς ή πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος ή μπάλος, που συμπληρώνονται από άλλους χορούς, όπως συρτός, ζεϊπέκκικος, μάντρα. Το γλέντι συνηθίζεται να τελειώνει με τον πανελλήνιο καλαματιανό, που δίνει την ευκαιρία σε όλους να συμμετάσχουν χορεύοντας σε κύκλο. Οι κυπριακοί χοροί είναι κυρίως αντικριστοί, που τους χορεύουν αποκλειστικά δύο άτομα (μόνο άντρες ή μόνο γυναίκες), και ατομικοί χοροί δεξιοτεχνίας στους άντρες, που πολλές φορές χορεύονται σε συνδυασμό με κάποιο εξάρτημα (δρεπάνι, μαχαίρι, «τατσά» και ποτήρι). Στα πατήματα και γενικά στη μορφή (κίνηση κορμιού, χεριών κ.λπ.) έχουν κοινά στοιχεία με χορούς του ιστορικού ελληνικού νησιώτικου χώρου (μικρασιατικά παράλια, νησιά και πόλεις του Αιγαίου, Ιόνια νησιά ). Εκτός από αυτά τα κοινά στοιχεία, συναντά κανείς και ιδιαίτερα τοπικά πατήματα, που χαρακτηρίζουν τον κυπριακό χορό, όπως π.χ. τα επιτόπου σταυρωτά πατήματα - κτυπήματα των ποδιών στο έδαφος του δεύτερου και ιδιαίτερα του τρίτου και του συρτού αντρικού χορού. Αλλο στοιχείο του κυπριακού χορού είναι ο αυτοσχεδιασμός, που μπορεί να οφείλεται στο ότι χορεύουν μόνο δύο άτομα, γι' αυτό και κυριαρχεί έντονα το στοιχείο της σύγκρισης και κατ' επέκταση ο ανταγωνισμός. Ομως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αυτοσχεδιασμός και η ελευθερία που έχει ο χορευτής «να κάμνει τα δικά του», γίνονται μέσα σε αυστηρό στις κρίσεις του για υπερβολές κοινωνικό περίγυρο. Μάλιστα όσο πιο κλειστή είναι η κοινωνία, τόσο πιο αυστηρός είναι ο έλεγχος.